- επαυρώ
- ἐπαυρῶ, -έω και ἐπαυρίσκω (Α)1. μετέχω, παίρνω μέρος, απολαμβάνω, καρπώνομαι («τῶν τινὰ βέλτερόν ἐστιν ἐπαυρέμεν», Ομ. Οδ.)2. βρίσκω κατά καλή τύχη («εἰ κ' ἐσθλοῑο κυβερνητῆρος ἐπαύρῃ», Απολλ. Ρόδ.)3. αγγίζω, φθάνω ως («λίθου δ' ἀλέασθαι ἐπαυρεῑν», Ομ. Ιλ.«καὶ εἴ κ' ὀλίγον περ ἐπαύρη», Ομ. Ιλ.)4. μέσ. απολαμβάνω τα αποτελέσματα ενός πράγματος (με καλή ή κακή σημασία) («μόχθων ἀμοιβάν ἐπαύρεο», Πίνδ.«τίν' αἰτίαν σχών ἧς ἐπηυρόμην ἐγώ», Ευρ.)5. μέσ. (με αιτ.) προκαλώ στον εαυτό μου («μὴ πού τι κακὸν καὶ μεῑζον ἐπαύρῃ», Ομ. Οδ.)6. τρέφομαι («ἐπαυρίσκεται... τὸ σῶμα ἀπὸ τῆς κοιλίης», Ιπποκρ.)7. αποκτώ πείρα, μαθαίνω κάτι («τοῡδ' ἐπαυρέσθαι θέλω», Ευρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πιθανόν, λόγω και τής σημασίας του, να συνδέεται με το ευρίσκω*].
Dictionary of Greek. 2013.